- ταλασιουργικῶς
- ταλασιουργικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλασιουργικός — ή, όν, Α [ταλασιουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική (ενν. τέχνη) η ταλασιουργία*. επίρρ... ταλασιουργικῶς Α με επεξεργασία μαλλιού … Dictionary of Greek